- ὑποσταχύομαι
- ὑπο-σταχύομαι (στάχυς): fig., wax gradually like ears of corn, increase, Od. 20.212†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
υποσταχύομαι — Α (επικ. τ.) αυξάνομαι βαθμιαία, όπως το στάχυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σταχύομαι «αυξάνομαι, μεγαλώνω»] … Dictionary of Greek
ὑποσταχύεσθαι — ὑποσταχύομαι yield increase like ears of corn pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσταχύοιτο — ὑποσταχύομαι yield increase like ears of corn pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποσταχυώμαι — άομαι, Α (δ. αν.) ὑποσταχύομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού ὑποσταχύομαι, κατά τα συνηρ. σε άομαι, ῶμαι] … Dictionary of Greek